Πάθηση
Νόσος Peyronie
URO
LOGY
Νόσος Peyronie
Η νόσος Peyronie μπορεί να εξελιχθεί σε εφιάλτη για τον άνδρα, καθώς επηρεάζει την αυτοπεποίθησή του και δυσκολεύει τη σεξουαλική του ζωή.
Τα κύρια συμπτώματα της νόσου Peyronie είναι η κάμψη του πέους, ο εντοπισμός σκληρύνσεων κατά την ψηλάφισή του και ο πόνος. Όταν η κάμψη του πέους είναι έντονη, ενδέχεται να καθίσταται αδύνατη η σεξουαλική πράξη, εξαιτίας της αδυναμίας διείσδυσης που προκαλεί η γωνίωση. Συνήθως η νόσος προκαλεί πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή, όπως επίσης και δυσκολία στη στύση. Στο 90% των περιπτώσεων ο πόνος παρέρχεται με το πέρασμα του χρόνου, ενώ στο 3-13% ενδέχεται να εκδηλωθεί υποστροφή της πλάκας.
Αρνητικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί πάσχοντες αποφεύγουν την επίσκεψη σε ειδικό ουρολόγο πιστεύοντας, λανθασμένα, ότι πρόκειται για ένα παροδικό πρόβλημα.
Πού οφείλεται η Peyronie και ποια είναι τα συμπτώματα
Μια ινώδης πλάκα που σχηματίζεται κάτω από το δέρμα του πέους είναι η αιτία της παραμόρφωσής του. Εξαιτίας της πλάκας, το πέος παύει να είναι ελαστικό και κάμπτεται στο σημείο εμφάνισής είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω είτε πλαγίως.
Τις περισσότερες φορές η νόσος Peyronie εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ζωής του άνδρα και εξελίσσεται, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αποδίδεται σε εγγενή ανωμαλία. Πρόκειται για μια καλοήθη νόσο, η οποία δεν σχετίζεται με λοιμώξεις και η αιτιολογία της δεν έχει εξακριβωθεί, παρότι είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Ευρύτερα γνωστή έγινε τον 18ο αιώνα, λαμβάνοντας την ονομασία της από τον γιατρό του Λουδοβίκου του 15ου, Francois Gigot de la Peyronie.
Η νόσος Peyronie έχει συνδεθεί με διάφορες παθήσεις, όπως ο διαβήτης, η νόσος Paget, η νόσος του Dupuytren και η ουρική αρθρίτιδα, ενώ αποδίδεται και σε τραυματισμούς του πέους κατά τη σεξουαλική επαφή, οι οποίοι ενδέχεται να προξενήσουν ουλώδη ιστό. Επίσης, η νόσος αποδίδεται και σε κληρονομικούς παράγοντες, ενώ συνήθως εκδηλώνεται μετά τα 45 έτη και μάλιστα με συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα.
Η νόσος Peyronie εντοπίζεται εύκολα, διότι οι αλλαγές στο πέος είναι εμφανείς, ενώ η ψηλάφηση «αποκαλύπτει» τις σκληρύνσεις. Σε κάθε περίπτωση προτείνεται υπερηχογράφημα με σκοπό την ακριβή περιγραφή και τον εντοπισμό της πλάκας που έχει σχηματισθεί κάτω από το δέρμα του πέους.
Πώς αντιμετωπίζεται η νόσος Peyronie
Όταν κατά τη σεξουαλική πράξη παρεμποδίζεται η είσοδος του πέους στον κόλπο εξαιτίας της κάμψης ή όταν η στύση συνοδεύεται από πόνο, τότε προτείνεται είτε φαρμακευτική είτε χειρουργική θεραπεία.
Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται μόνον εφόσον η νόσος Peyronie είναι μέτριας ή βαριάς μορφής. Είναι σημαντικό πριν τη χειρουργική θεραπεία να έχει σταθεροποιηθεί η βλάβη, διότι διαφορετικά η νόσος θα υποτροπιάσει, καθώς η πλάκα θα μεγαλώνει εξαιτίας της εξελισσόμενης ίνωσης. Αυτό σημαίνει ότι πριν το χειρουργείο η νόσος θα πρέπει να έχει σταθερά χαρακτηριστικά για ένα διάστημα 12 μηνών.
Μαζί με την αποκατάσταση της λειτουργικότητας του πέους, η αντιμετώπιση της νόσου Peyronie έχει ως στόχο και την εξομάλυνση της στυτικής λειτουργίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ υπάρχουν ποικίλες θεραπευτικές δυνατότητες, λίγες από αυτές έχουν δοκιμαστεί σε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες με τη χρήση placebo. Τα καλύτερα αποτελέσματα πάντως παράγονται από τον συνδυασμό θεραπειών.
Οι πιο συχνές χειρουργικές μέθοδοι
Εμφύτευση πεϊκής πρόθεσης: Επιτρέπει την άμεση διόρθωση της κάμψης και την επίτευξη άκαμπτης στύσης. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης ο χειρουργός διενεργεί ειδικούς χειρισμούς με στόχο τον πλήρη ευθειασμό του πέους.
Ευθειασμός με πτύχωση (Plicatio): Ο στόχος αυτών των χειρουργικών επεμβάσεων είναι να βραχύνουν τη μακρά πλευρά του πέους, αντίπλευρα προς τη μέγιστη κάμψη.
Ευθειασμός με μόσχευμα (Grafting): Ο ευθειασμός του πέους μπορεί να επιτευχθεί και με επιμήκυνση της βραχείας πλευράς του πέους. Η πλήρης ή μερική αφαίρεση της ινώδους πλάκας ή η διατομή της και η τοποθέτηση μοσχεύματος στο αναδυόμενο κενό οδηγούν στη διόρθωση του πέους.
Τα βασικά συμπτώματα της νόσου είναι η κάμψη του πέους, η ψηλάφηση σκληρύνσεων σε αυτό, αλλά και ο πόνος. Μάλιστα, όταν η κάμψη είναι έντονη, μπορεί να καθιστά ανέφικτη ακόμη και τη σεξουαλική επαφή, αφού δεν μπορεί να επιτευχθεί η διείσδυση, εξαιτίας της γωνίωσης που δημιουργείται. Συνήθως, η νόσος προκαλεί πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής και δυσκολία στη στύση.
Σημαντικό είναι ότι ανεξαρτήτως του είδους της θεραπείας, ο ασθενής φεύγει από το νοσοκομείο την ίδια ημέρα.
Αρνητικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί πάσχοντες αποφεύγουν την επίσκεψη σε ειδικό ουρολόγο πιστεύοντας, λανθασμένα, ότι πρόκειται για ένα παροδικό πρόβλημα.