προστατίτιδα

Πάθηση


Προστατίτιδα

προστατίτιδα, Δρ Κωνσταντίνος Μακαρούνης

URO
LOGY

Προστατίτιδα

Η προστατίτιδα ορίζεται ως φλεγμονή του προστάτη και αποτελεί μια πάθηση ιδιαίτερα συχνή στον ανδρικό πληθυσμό και δη στις ηλικίες κοντά στα 50. Εκδηλώνεται με διάφορες μορφές και συγκεκριμένα ως οξεία βακτηριακή, χρόνια βακτηριακή, χρόνια μη βακτηριακήκαι ασυμπτωματική φλεγμονώδης.

Τα συμπτώματά της ποικίλουν ανάλογα με το είδος της από δυσουρία, αίσθημα καύσου κατά την ούρηση, επιτακτική ανάγκη ούρησης και νυχτουρία μέχρι αιματουρία, θολά ούρα, πόνο στο περίνεο, στους όρχεις και στην κοιλιά, έκκριση υγρών, αλλά και επώδυνη εκσπερμάτιση. Ένα δε χαρακτηριστικό που τη συνοδεύει είναι η ψυχολογική επιβάρυνση, ιδιαίτερα στην περίπτωση της χρόνιας μη βακτηριακής.

Για τη διάγνωσή της απαιτείται μια σειρά εξετάσεων που περιλαμβάνουν ουρολογικό και αιματολογικό έλεγχο, ενώ ενδέχεται να χρειαστούν και απεικονιστικές εξετάσεις, όπως η ακτινογραφία ουροποιητικού και προστάτη και το διορθικό υπερηχογράφημα. Ειδικότερα, η καλλιέργεια ούρων αποκαλύπτει αν υπάρχει βακτήριο, ώστε να κατατάξει την προστατίτιδα στο συγκεκριμένο είδος, ενώ οι ειδικότερες απεικονιστικές εξετάσεις θα δώσουν περισσότερα στοιχεία για την πάθηση και η ανάγκη διενέργειάς τους κρίνεται από τον ουρολόγο κατά περίπτωση. 

Αίτια και συμπτώματα ανά τύπο

Η οξεία βακτηριακή προστατίτιδα οφείλεται σε βακτήρια, με συνηθέστερα τα E.coli, Klebsiella και Proteus, που μπορεί να μεταφερθούν μέσω της σεξουαλικής επαφής και του αίματος.  Σε αυτό τον τύπο της πάθησης τα συχνότερα συμπτώματα είναι ο πυρετός και η αδυναμία, η συχνουρία και η δυσουρία.

Από τα ίδια βακτήρια προκαλείται και η χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οφείλεται σε χρόνια λοίμωξη των ούρων που επιστρέφουν στον προστάτη και οδηγούν στην προστατίτιδα. Όσο για τη μη βακτηριακή, τα αίτια δεν είναι σαφή. Στα συμπτώματα των δύο αυτών τύπων περιλαμβάνονται η συχνουρία, η νυκτουρία, ο καύσος και η δυσκολία κατά την ούρηση, το αίσθημα βάρους στο περίνεο, ο πόνος στους όρχεις και στη βουβωνική χώρα, ο πόνος στη σεξουαλική επαφή, αλλά και οι διαταραχές στη στύση και η επώδυνη εκσπερμάτιση.

Μεταξύ των τύπων της προστατίτιδας είναι και η ασυμπτωματική φλεγμονώδης, που εντοπίζεται συνήθως τυχαία, καθώς δεν έχει συμπτώματα που θα θορυβήσουν τον ασθενή και θα τον στείλουν στον ουρολόγο, ενώ και τα αίτιά της δεν είναι σαφή. Η ασυμπτωματική φλεγμονώδης προστατίτιδα δεν έχει κλινικό ενδιαφέρον και δεν χρήζει αντιμετώπισης. 

Η θεραπεία

Η θεραπευτική προσέγγιση της πάθησης εξαρτάται από το συγκεκριμένο είδος από το οποίο πάσχει ο ασθενής.

Έτσι, στην οξεία βακτηριακή προστατίτιδα η συνήθης αγωγή περιλαμβάνει αντιβίωση, αντιπυρετικά και αντιφλεγμονώδη, ενώ μπορεί να απαιτηθεί και νοσηλεία, ώστε ο ασθενής να λάβει υγρά ή αντιβιοτική αγωγή ενδοφλέβια.

Στην περίπτωση της χρόνιας βακτηριακής προστατίτιδας η θεραπεία συνίσταται σε αντιβίωση, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και οκτώ εβδομάδες, ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο υποτροπών.

Όσο για τη χρόνια μη βακτηριακή προστατίτιδα, το γεγονός ότι τα αίτιά της δεν είναι σαφή δικαιολογεί την ευρύτερη γκάμα θεραπειών ανάλογα με τα συμπτώματα και την έντασή τους.  Σε κάθε περίπτωση η θεραπεία είναι μακροχρόνια και μπορεί να περιλαμβάνει από αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη μέχρι φάρμακα που ελέγχουν τη ροή των ούρων και βελτιώνουν τη στυτική λειτουργία. Ακόμα και φυσικοθεραπευτές μπορεί να επιστρατευτούν στην κατεύθυνση της ανακούφισης του χρόνιου πυελικού πόνου, βασικού συμπτώματος της χρόνιας μη βακτηριακής προστατίτιδας.

Αν και οι δύο πρώτες μορφές της πάθησης, η οξεία βακτηριακή και η χρόνια βακτηριακή, είναι ιάσιμες με τη φαρμακευτική αγωγή, η χρόνια μη βακτηριακή προστατίτιδα είναι το μεγάλο ζητούμενο, αφού τα συμπτώματα δεν εξαφανίζονται πλήρως, εμφανίζουν εξάρσεις και υφέσεις και επηρεάζουν καταλυτικά την ποιότητα ζωής, αλλά και την ψυχική κατάσταση του ασθενούς. 

Η επίσκεψη στον ουρολόγο στα πρώτα συμπτώματα είναι σημαντική για την έγκαιρη αντιμετώπισή της και την ανακούφιση του ασθενούς.  

προστατίτιδα, Δρ Κωνσταντίνος Μακαρούνης

Αποτελεί μια πάθηση ιδιαίτερα συχνή στον ανδρικό πληθυσμό και δη στις ηλικίες κοντά στα 50